ξεζαλίζω

ξεζαλίζω
(Μ ξεζαλίζω)
διώχνω τη ζάλη από κάποιον, τόν συνεφέρω («τού έφτειαξα καφέ και τόν ξεζάλισα»)
νεοελλ.
1. (το μέσ.) ξεζαλίζομαι
α) αποβάλλω το αίσθημα τής ζάλης, συνέρχομαι («διώξε τσ' αυτούς τσι λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου», Ερωτόκρ.)
β) (για μεθυσμένο) ξεμεθώ
γ) λογικεύομαι
μσν.
(για το μυαλό ή για λογισμό) γίνομαι ξεκάθαρος, νηφάλιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεζαλίζω — ξεζαλίζω, ξεζάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”