- ξεζαλίζω
- (Μ ξεζαλίζω)διώχνω τη ζάλη από κάποιον, τόν συνεφέρω («τού έφτειαξα καφέ και τόν ξεζάλισα»)νεοελλ.1. (το μέσ.) ξεζαλίζομαια) αποβάλλω το αίσθημα τής ζάλης, συνέρχομαι («διώξε τσ' αυτούς τσι λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου», Ερωτόκρ.)β) (για μεθυσμένο) ξεμεθώγ) λογικεύομαιμσν.(για το μυαλό ή για λογισμό) γίνομαι ξεκάθαρος, νηφάλιος.
Dictionary of Greek. 2013.